Στη μνήμη της Βάσως Παππά
Υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και με την υποστήριξη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Π.Ι.) από το 2011 διεξάγονται αρχαιολογικές έρευνες πεδίου στο Βαθύ της Αστυπάλαιας, που έχουν ως στόχο τη μελέτη μιας εξαιρετικά προνομιακής θέσης του προϊστορικού Αιγαίου με δυναμικό διαχρονικό χαρακτήρα . Στην έρευνα μετείχαν από την αρχή φοιτητές και πτυχιούχοι Αρχαιολογίας του Π.Ι., συνιστώντας τον πυρήνα μιας συμπαγούς ανασκαφικής ομάδας, με τη μόνιμη συνδρομή του τοπογράφου Διονύση Νιώτη, των αρχιτεκτόνων Θεμιστοκλή Μπιλή και Μαρίας Μαγνήσαλη, και του εικαστικού καλλιτέχνη Νίκου Σεπετζόγλου . Στον πυρήνα αυτόν πολύ σύντομα προστέθηκαν πλείστες ειδικότητες αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων, σπηλαιολόγων, ιστορικών, αρχαιομετρών, γεωλόγων, ωκεανογράφων, μηχανικών υπολογιστών και συντηρητών αρχαιοτήτων, διαμορφώνοντας τη σημερινή 35μελή διεπιστημονική ομάδα των συνεργατών της έρευνας .
Στο Μέσα Νησί της Αστυπάλαιας, το Βαθύ είναι φυσικά προστατευμένη χερσόνησος που ελέγχει την από θαλάσσης στενή πρόσβαση από το πέλαγος προς τον ομώνυμο «βαθύ» κόλπο, εξασφαλίζοντας την πλήρη εποπτεία μιας ευρείας θαλάσσιας και χερσαίας περιοχής (εικ. 1).
Το Βαθιώτικο τοπίο είναι βραχώδες και αδρό, αλλά διαθέτει πλούσια βλάστηση από βραχύσωμους κέδρους (φίδες), σκίνα και αρμυρίκια, κατάλληλη κυρίως για την κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία. Στους δύο διαμετρικούς μυχούς του στενόμακρου κόλπου σχηματίζονται μικρές πεδινές εκτάσεις, όπου άνυδρες καλλιέργειες ικανοποιούσαν τις διατροφικές ανάγκες των κατοίκων μέχρι πρόσφατα. Σήμερα οι δύο μικροί οικισμοί στο Μέσα και το Έξω Βαθύ είναι ελάχιστα κατοικημένοι και λιγοστοί είναι οι αγροί που καλλιεργούνται (εικ. 2).
Στην ανατολική απόληξη της χερσονήσου που οι ντόπιοι λένε Πύργος και στο ακρωτήριο που ονομάζεται Ελληνικό ιδρύθηκε κατά τη μετάβαση από την 4η στην 3η χιλιετία π.Χ. εγκατάσταση, της οποίας ογκολιθικοί περίβολοι και αναλημματικοί τοίχοι, παράκτιες αναβάθρες, κτιστές κατασκευές και μονοπάτια λαξευμένα στον βράχο είναι σήμερα ορατά, διαμορφώνοντας εντυπωσιακή ακρόπολη της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (εικ. 3).
Πριν παρουσιάσουμε την προϊστορική εγκατάσταση του ακρωτηρίου ας εξετάσουμε εν συντομία τα άλλα μνημεία της θέσης, αρχαία και χριστιανικά, μέσω των οποίων το Βαθύ προσφέρεται στην έρευνα ως ένα διαχρονικό πολύπτυχο της νησιωτικής Αρχαιολογίας του Αιγαίου .
Η προϊστορική ακρόπολη
Οι προϊστορικές εγκαταστάσεις που επιχωριάζουν στο ακρωτήριο Ελληνικό ξεχωρίζουν σε όγκο, ποικιλία και ευρήματα ανάμεσα στις σύγχρονές τους στο Αιγαίο και βοηθούν σημαντικά την έρευνα στο να κατανοήσει τις νησιωτικές κοινωνίες του αρχιπελάγους που δραστηριοποιήθηκαν κατά την 4η και 3η χιλιετία π.Χ. (εικ. 3, 4, 9).
Ο δολομιτικός ασβεστόλιθος κυριαρχεί παντού στο Βαθύ, σχηματίζοντας καρστικούς σχηματισμούς (σπήλαια) που συγκρατούν το νερό της βροχής και ευνοούν την περισυλλογή του. Στο ανατολικό πέρας της χερσονήσου του Πύργου εντοπίζεται το σπηλαιοβάραθρο Χάσμα, όπου πρόχειροι αναλημματικοί τοίχοι και πλήθος υδροφόρων αγγείων τεκμηριώνουν το βαθύτερο τμήμα του ως σημείου υδροληψίας, διαχρονικά (εικ. 4). Με την πρόσβασή του εύκολη, αλλά μη ορατή, το Χάσμα λειτούργησε επίσης ως χώρος συντήρησης αγαθών και ως καταφύγιο, σίγουρα περισσότερες φορές πριν από τους βομβαρδισμούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου . Η πρόσφατη ανασκαφή ταφής Μεσολιθικών χρόνων (10η / 9η χιλιετία π.Χ.) στην απόκρημνη Σπηλιά του Νέγρου, απάνω από τις Βάτσες, η εγκατάσταση της 4ης και 3ης χιλιετίας π.Χ. στον ίδιο θάλαμο και η μετατροπή του σε τόπο λατρείας των Νυμφών δίνουν μερικές από τις διαχρονικές διαστάσεις των σπηλαίων της Αστυπάλαιας, τις οποίες ίσως κάποτε εμπλουτίσει περαιτέρω ο εντυπωσιακός οξυκόρυφος σπηλαιοθάλαμος του Βαθιού .
Οι φυσικές διακλάσεις τεμαχίζουν εύκολα τον γκρίζο βράχο και οι άνθρωποι από το τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ., τουλάχιστον, τον λατόμευαν, τον μετακυλούσαν και τον έκτιζαν με μεγάλη ευκολία σε αναλημματικούς τοίχους, περιβόλους, κτήρια, πύλες, αναβάθρες και καταστρώματα μονοπατιών, μεταμορφώνοντας το Βόρειο-Βορειοανατολικό τμήμα του ακρωτηρίου σε μια εντυπωσιακή ακρόπολη επιφάνειας 7-8 στρεμμάτων (εικ. 3, 4, 9). Αυτή περικλείεται και οριοθετείται από ένα συνεπές δίκτυο οικοδομικών στοιχείων, τα οποία προσαρμόζονται στο φυσικό ανάγλυφο και εξυπηρετούνται από τις πρώτες ύλες του. Μονοπάτια κατά το μήκος της βόρειας και της νότιας ακτής, λαξευμένα στον βράχο, καθιστούν την ακρόπολη προσιτή διά ξηράς από τουλάχιστον τρία σημεία της χερσονήσου .
Στη βορειοδυτική κλιτύ λοξά λατομευμένοι βράχοι αποτρέπουν την πρόσβαση από την ακτή και ένα δίκτυο ατραπών οδηγεί μέσω της Πύλης των Πλοίων (εικ. 26) στο μνημειώδες Ορθογώνιο Οικοδόμημα (Κ14) του ανώτερου αναβαθμού του ακρωτηρίου (εικ. 3, 4, 9). Πρόκειται πιθανότατα για πύργο με ισχυρό αναλημματικό βόρειο μέτωπο, στη συνέχεια του οποίου εκτείνεται το ογκολιθικό Μεγάλο Ανάλημμα μήκους π. 55 μ., που συγκρατεί το ανώτερο πλάτωμα και μοιάζει να διευθετεί και να οχυρώνει τη βόρεια, λειτουργική κλιτύ της προϊστορικής ακρόπολης (εικ. 11).
Το δυτικό σκέλος της ακρόπολης ορίζει λίθινος χαμηλός περίβολος μήκους π. 130μ., ο οποίος στη βορειοδυτική γωνία του δημιουργεί άνοιγμα με κατώφλι (εικ. 4). Βραχογραφία σπείρας σε βραχόλιθο της κατασκευής δίνει το χρονολογικό της στίγμα. Εδώ καταλήγει ανωφερής δρόμος, εν μέρει λαξευτός στον βράχο, ο οποίος παρακολουθείται από την ομαλή βόρεια ακτή . Πιθανός δρόμος είναι και η κατασκευή ευρέων βαθμιδωτών πλατωμάτων που ξεκινούν από το νότιο πέρας του περιβόλου, αν και είναι άδηλο το εάν αυτά κατέληγαν στην ακτή ή μόνο στο παρακείμενο πυκνότατα βραχογραφημένο πλάτωμα (εικ. 3, 4).
Το Μεγάλο Ανάλημμα ακολουθεί στην κατωφερή πορεία του το ακρωτήριο και με ένα δίκτυο ισχυρών αναλημματικών δακτυλίων απολήγει στην ανατολική ακτή, όπου λαξευμένες αναβάθρες (γλύστρες) εναλλάσσονται με ογκολιθικά αναλήμματα, δίνοντας μια εικόνα ισχυρών κατασκευών λιμενικού και ίσως αμυντικού χαρακτήρα . Η μεγάλη λαξευτή αναβάθρα Π8 είναι το πλέον εντυπωσιακό λιμενικό έργο του ακρωτηρίου . Τα πεταλόσχημα πλατώματα εκατέρωθεν της αναβάθρας, ίσως αμυντικοί πύργοι-προμαχώνες, καθιστούν το σύνολο ακόμα μνημειακότερο, παραπέμποντας σε ένα προστατευμένο μηχανισμό ανάσυρσης ελαφρών σκαφών (εικ. 3, 10).
Οικοδομικό πρόγραμμα τέτοιας εμβέλειας και έκτασης απαιτεί τεχνογνωσία, τεχνολογία, συντονισμό και εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού, στοιχεία που προϋποθέτουν επιτελικό έλεγχο και πολιτική οργάνωση ώριμων κοινωνικών δομών για τον οικισμό στο Βαθύ. Από τη μεγάλη ποσότητα κεραμικής που υπάρχει παντού τριγύρω και έχει προκύψει από τις ανασκαφικές τομές, τα εν λόγω έργα μπορούν να χρονολογηθούν στη μετάβαση από το τέλος της 4ης (Τελική Νεολιθική) στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. (Πρώιμη Εποχή του Χαλκού I), κεραμική φάση που γεφυρώνει την Τελική Νεολιθική «Αττική-Κεφάλα» και την Πρωτοκυκλαδική Ι φάση «Γρόττα-Πηλός» . Παρότι το ακριβές χρονολογικό στίγμα της αναζητάται ακόμα, η κεραμική της φάσης αυτής είναι καλά γνωστή , αλλά το αρχιτεκτονικό αποτύπωμα της περιόδου και τα σύγχρονα συγκρίσιμα παράλληλα στο νησιωτικό Αιγαίο είναι ζητούμενα της έρευνας .
Ο Χρίστος Ντούμας είχε αντιληφθεί τη σημασία της προϊστορικής εγκατάστασης στο Βαθύ και είχε συνδυάσει τη στρατηγική σημασία του με την καίρια για την ασφαλή ναυσιπλοϊα θέση της Αστυπάλαιας, που αποτελούσε μεσοπέλαγη «σκάλα» μεταξύ των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων και της Μικράς Ασίας . Η ανεύρεση, από τον ίδιο, βιολόσχημου ειδωλίου της πρώιμης 3ης χιλιετίας π.Χ. πιστοποιούσε την επιρροή της Αστυπάλαιας από τις γειτονικές Κυκλάδες ήδη από την αυγή της προϊστορίας, παρά από τα νησιωτικά συγκροτήματα του Νότιου και Ανατολικού Αιγαίου . Στο ίδιο συμπέρασμα συνέτεινε και η βραχογραφία σπείρας σε ισχυρό αναλημματικό τοίχο της βόρειας ακτής (εικ. 11, 31), αφού τόσο η τέχνη της επίκρουσης σε βράχους όσο και το ίδιο το μοτίβο χαρακτηρίζουν τη νοοτροπία και την αισθητική των Κυκλαδιτών στην τέχνη της εποχής εκείνης .
Με την εξέλιξη της επιφανειακής έρευνας σε συστηματική ανασκαφή, κατά τα έτη 2014-2018, πλείστα ευρήματα του Βαθιού διασαφήνισαν περαιτέρω και επαναπροσδιόρισαν τον ορίζοντα εξάπλωσης του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού, αποδεικνύοντας ότι η Αστυπάλαια αποτελούσε μέρος της επικράτειάς του. Οι άνθρωποι που ζούσαν στο Βαθύ κατασκεύαζαν λεπίδες, ξέστρα, φολίδες, διατρητικά εργαλεία και αιχμές από κοφτερό μηλιακό οψιανό και λιγότερο από τον υποδεέστερης ποιότητας οψιανό της Κω και της Νισύρου, και από μεγάλη ποικιλία λίθων (πολλών εισηγμένων) λάξευαν τριβεία, χειρόλιθους, λειαντήρες, κρουστήρες, σύνεργα αλιείας, πώματα, βάρη, βλήματα, αξίνες και χάντρες . Τα μετάλλινα αντικείμενα εμφανίζουν σημαντική ποικιλία και αρτιότητα στη διατήρησή τους (βελόνες, αγκίστρια ψαρέματος, περόνες, χάντρες) και έχουν κατασκευαστεί από κράμα αρσενικούχου χαλκού και μολύβι, πιθανόν αιγαιακής προέλευσης (εικ. 12α-12β-12γ).
Πλέον διαφωτιστικά για την αναζήτηση των ιδεολογικών αντιλήψεων της κοινωνίας, δύο σχηματικά ειδώλια από λευκό μάρμαρο ανήκουν στον βιολόσχημο κυκλαδικό αλλά και τον συνήθη στην Ανατολή τύπο Beycesultan, ενώ ένας αφαιρετικός τύπος με μακρύ λαιμό και υποτυπώδες κεφάλι συμφωνεί με τα προηγούμενα για τη χρονολόγησή τους στην αρχόμενη 3η χιλιετία π.Χ., ίσως και νωρίτερα (εικ. 13α-β). Μια λίθινη σφραγίδα με γραμμικό θέμα κοινό σε όλο το Αιγαίο απηχεί τις διοικητικές και επικυρωτικές συναλλαγές του κατόχου της, και εντάσσει την Αστυπάλαια στα ακμαία κέντρα με οργάνωση «πρωτοαστική», όπως η οικοδομική στιβαρότητα της ακρόπολης καταδεικνύει .
Οι ανασκαφικοί ορίζοντες στο Βαθύ έφεραν στο φως ευρήματα που τεκμηριώνουν, επιπλέον, αμοιβαίες επαφές με τα Δωδεκάνησα αλλά και σχέσεις της Αστυπάλαιας με τη Μικρασιατική ακτή, το Βόρειο και Ανατολικό Αιγαίο και την Κρήτη της Πρωτοχαλκής περιόδου. Σχήματα της κεραμικής, όπως ο κρατηρίσκος (εικ. 14) και η φιάλη (εικ. 15) είναι σκεύη που στις Κυκλάδες λαξεύονται επίσης σε μάρμαρο, ενώ άλλα αγγεία οφείλουν το σχήμα τους σε ειδικές χρήσεις, πέρα από τη μαγειρική και το σερβίρισμα . Η τεχνολογία κατασκευής των αγγείων είναι υψηλή και οι κεραμείς του νησιού γνωρίζουν καλά τα κέντρα παραγωγής του Αιγαίου, από όπου σημειώνονται εισαγωγές .
Οι Π-σχημες εξέδρες και οι βρεφικοί εγχυτρισμοί
Εννέα εγχυτρισμοί βρεφών, δηλαδή οι ενταφιασμοί αρτιγενών ή λίγων μηνών βρεφών μέσα σε οικιακά αγγεία που ήταν πλέον αχρηστευμένα ή σπασμένα, είχαν προσεκτικά διευθετηθεί σε δύο Π-σχημες ογκολιθικές «εξέδρες» της βόρειας ακτής του ακρωτηρίου (εικ. 3, 4). Στα αγγεία είχαν ταφεί συνολικά 13 βρέφη, ηλικίας από λίγων εβδομάδων και 2-6 μηνών έως (ένα παιδάκι) 1,5-2 ετών. Σε κάθε αγγείο υπήρχαν από ένα έως τρία μωρά .
Η Εξέδρα 1 αποκαλύφθηκε το 2012, κατά την επιφανειακή έρευνα του ακρωτηρίου, όταν ένας κρατηρίσκος σκεπασμένος με λίθινο πώμα βρέθηκε θαμμένος στο συμπαγές κοκκινόχωμα, ακριβώς στο επίπεδο του θαλασσινού νερού (εικ. 9, 14, 16). Μια κάθετα τοποθετημένη λίθινη πλάκα λειτουργούσε ως «σήμα» της ταφής. Όταν το αγγείο μεταφέρθηκε στο εργαστήριο αποδείχτηκε ότι περιείχε την ταφή βρέφους, περίπου 4 μηνών, το κρανίο του οποίου στον κολοβό πυθμένα του αγγείου συγκρατούσε ύφασμα (βρέθηκε αποτυπωμένο στο χώμα) . Η Εξέδρα 1, ελλειψοειδώς λαξευμένη στον φυσικό βράχο η βυθισμένη μισή και ορθογώνια στην κτιστή πλάτη της, φιλοξενούσε δύο ακόμα σύνολα εγχυτρισμών επάνω σε αδρό λιθόστρωτο δάπεδο. Μια μεγάλη φιάλη και τμήματα μικρότερων αγγείων περιείχαν τρία βρέφη από 2 έως 5 μηνών και σε συμπαγές συσσωμάτωμα χώματος, μέσα στο λιθόστρωτο, υπήρχε νεογέννητο μωρό (εικ. 15). Σε ψηλότερη βαθμίδα της νοτιοδυτικής γωνίας, μια κτιστή τριγωνική θήκη (Εξέδρα 2) είχε δεχθεί ευμέγεθες αποθηκευτικό σκεύος με χοανοειδές στόμιο περιέχοντα τρία βρέφη ηλικίας 3,5-5 μηνών, το οποίο συνόδευε επίπεδο λίθινο βαρίδι, προφανώς κτέρισμα (εικ. 17).
Τα οκτώ βρέφη που είχαν ταφεί σε αγγεία σχεδόν αμφιθεατρικά διατεταγμένα στην ορθογώνια κατασκευή ενώνονταν με δεσμούς συγγενικούς, όπως δείχνει η σπάνια για τα ανθρωπολογικά δεδομένα συνοδόντωση νεογιλών δοντιών που εμφανίζουν δύο από τα μωρά που είχαν ταφεί στα αγγεία των Εξεδρών 1 και 2 .
Ανάλογο σύνολο βρεφικών εγχυτρισμών ήλθε στο φως στην μεγαλύτερη από τις παρακείμενες προς Δυσμάς Π-σχημες κατασκευές, στην ογκολιθική Εξέδρα Π2 (εικ. 3, 4, 18, 19). Πατώντας σε επίμηκες λίθινο θρανίο και σχεδόν παραταγμένοι σε επαφή βρέθηκαν τρεις «κεραμικοί νάρθηκες» περιέχοντες βρεφικά οστά και τέταρτος μεμονωμένος, σε ελαφρά κατώτερο προς τη θάλασσα επίπεδο . Τα επί τούτοις συναρτημένα τμήματα αγγείων είχαν αποτεθεί επάνω σε ένα εκτεταμένο και πυκνό στρώμα λευκών θαλασσινών χαλικιών, που καταλάμβανε όλο το παράκτιο μισό της εξέδρας, σαν απομίμηση ακτής ή βυθού . Γύρω και συχνά εντός των εγχυτρισμών υπήρχαν κοχύλια, πυρήνες και τέχνεργα οψιανού, και λίθινα εργαλεία, προφανώς κτερίσματα των ταφών. Μοναδικό κτέρισμα ατομικού στολισμού υπήρξε η λίθινη χάντρα που συνόδευε το παιδάκι 1.5-2 ετών και ήταν μάλλον περασμένη στον λαιμό του .
Τη στιγμή που γράφεται το ανά χείρας κείμενο τα δεδομένα των βρεφικών εγχυτρισμών από το Βαθύ προκύπτουν ακόμα πλουσιότερα σε αριθμό και διασπορά στον χώρο, καθώς το 2019 στο ανώτερο επίπεδο του ακρωτηρίου, στο ηπίως κατωφερές πλάτωμα που αναπτύσσεται εξωτερικά του ογκολιθικού Ορθογώνιου Οικοδομήματος της ακρόπολης, βρέθηκαν τέσσερεις ακόμα «εγχυτρισμοί» βρεφών (εικ. 20). Ο όρος εδώ αποδίδει συμβατικά τη σημαντικά αποκλίνουσα μέθοδο ταφής των νεογέννητων παιδιών στον εν λόγω χώρο από εκείνη στις παράκτιες «εξέδρες», καθώς η σορός τους είχε αποτεθεί σε μικρούς λάκκους που σχημάτιζαν οι διακλάσεις του φυσικού βράχου, ενώ σκόπιμα σπασμένα θαλάσσια βότσαλα, τέχνεργα οψιανού και λιγοστά όστρακα αγγείων συνδέονται με τις εν λόγω ταφές .
Χάλκινο αγκίστρι που ανασύρθηκε από την περιοχή των ταφών τεκμηριώνει έτι περαιτέρω τη συνήθεια της κτέρισης των πρόωρα χαμένων βρεφών κυρίως με εργαλεία από τις δραστηριότητες των ενηλίκων , τα οποία είτε κωδικοποιούν τον σκόπιμο αποχωρισμό της οικογένειας από χρήσιμα εργαλεία, ως ενέργεια δηλωτικής πόνου και θλίψης για το χαμένο μέλος της, είτε προβάλλουν ιδιότητες και δεξιότητες που το πρόωρα πεθαμένο παιδί θα αποκτούσε μελλοντικά στην κοινότητα. Η εναπόθεση καμένων καρπών και σπόρων (σταφυλιού, ελιάς, σίτου, κριθής και φακής), βρώσιμων κοχυλιών (στρειδιών, πορφυρών, τρόχων κλπ) και άλλων διατροφικών καταλοίπων, όπως οστών αιγοπροβάτων και ψαριών γύρω από τους εγχυτρισμούς στο Βαθύ τεκμηριώνουν τα αγαθά αυτά ως λείψανα επικήδειων-επιμνημόσυνων γευμάτων και τελετουργιών, και φωτίζουν τα στάδια των εθιμικών πράξεων που η κοινότητα επιτελούσε για την τίμηση των βρεφών .
Το περιέχον τη σορό πήλινο αγγείο συνιστούσε σε πρακτικό επίπεδο μια εύκολη λύση για την αδάπανη ταφή του βρέφους μεν, αλλά σαφώς λειτουργούσε προσομοιωτικά και μεταφορικά της γενέθλιας μήτρας που το έφερε στη ζωή. Παράλληλα, η κήδευση της φορητής ταφής μπορούσε να λάβει χώρα στον χώρο που η οικογένεια προέκρινε, και έτσι να ερμηνευθούν η διασπορά και οι διαφοροποιήσεις του τελετουργικού που παρατηρούνται στους εγχυτρισμούς του Βαθιού.
Ως ταφικό έθιμο, ο εγχυτρισμός των βρεφών είναι ελλιπώς τεκμηριωμένος στην ηπειρωτική Ελλάδα και το Αιγαίο της Νεολιθικής και της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (5η-3η χιλιετία π.Χ.) . Απαντά σε λίγες περιπτώσεις στα νησιά (Κέα, Πάρος, Μύκονος, Μήλος, Θήρα, Αμοργός, Λήμνος, Λέσβος, Κυρά-Παναγιά Σποράδων), την Κρήτη και τις ανατολικές ακτές (Τροία), εντός και εκτός των οικισμών . Στη Μικρά Ασία και την Ανατολία οι ταφές σε πίθο εφαρμόζονται κυρίως σε ενήλικες και οικογένειες που θάβονται σε οργανωμένο νεκροταφεία, ενώ οι ατομικοί εγχυτρισμοί βρεφών και παιδιών συνιστούν μεμονωμένες περιπτώσεις και γίνονται εντός των οικισμών . Τα τρία σύνολα εγxυτρισμών που ήλθαν στο φως στο Βαθύ συνιστούν έναν σπάνιας ομοιογένειας χρονολογικό ορίζοντα της Τελικής Νεολιθικής / Πρωτοχαλκής Ι (3200-2800 π.Χ.) για το Αιγαίο, με την οικεία κεραμική να τεκμηριώνει την ικανή κατάρτιση των αγγειοπλαστών της Αστυπάλαιας και τις αμοιβαίες επιρροές από τα εργαστήρια της Αμοργού, της Νάξου και άλλων νησιών .
Τα δεδομένα από τις εγχυτρικές και τις συναφείς βρεφικές ταφές στο Βαθύ αντανακλούν πτυχές του κοινωνικού, εθμικού και ιδεολογικού κώδικα μιας εξωστρεφούς κοινότητας που ακμάζει στην ασφάλεια του ευλίμενου τόπου, και ως εκ τούτου η διεπιστημονική έρευνά τους εμπλουτίζει σημαντικά τις γνώσεις μας για τις πρώιμες κοινωνίες της αιγαιακής προϊστορίας .
Όπως αναφέρθηκε, δύο από τα σύνολα εγχυτρισμών του Βαθιού καταλάμβαναν ισάριθμες Π-σχημες ογκολιθικές «εξέδρες», αλλά οι παρόμοιες κατασκευές που παρατάσσονται πυκνά στη βόρεια ακτή, στη σκιά του Μεγάλου Αναλήμματος, ήταν τουλάχιστον έξι (εικ. 3, 4, 9, 11). Οι υπόλοιπες στερούνταν ευρημάτων λόγω της αναστάτωσης από τη θάλασσα (Π1, Π3) ή δεν έχουν ανασκαφεί (Π4, Π6) (εικ. 16). Οι ορθογώνιες αυτές κατασκευές αποτελούνται από τρεις κτιστές πλευρές, με την τέταρτη πλευρά ανοικτή στη θάλασσα, αλλά σε απροσδιόριστη σχέση με αυτή . Η έντονη κλίση της πλαγιάς, ο φόβος περαιτέρω διάλυσης των ασθενέστερων τοίχων και η βλάστηση δεν επέτρεψαν τις ανασκαφές στην περιοχή και έτσι είναι πρώιμο να υποστηρίξουμε εάν αυτή συνιστά μια «extra muros» ζώνη αποκλειστικά ταφικής χρήσης.
Η ανασκαφή της κατασκευής Π5 (Εξέδρες 4 και 5), η οποία βρίσκεται σε επαφή με την Εξέδρα 1, ανέδειξε εικόνα πολύ διαφορετική εκείνης (εικ. 4, 16). Επάλληλα δάπεδα σκληρής γης με σημαντικά ευρήματα (μαρμάρινο βιολόσχημο και σχηματικό ειδώλιο, λίθινη σφραγίδα), κτιστές θήκες που περιείχαν εργαλεία, μεγάλοι αριθμοί σχιστολιθικών πλακών (πώματα ή βάσεις) και διασπορά ζωικών οστών, ξυλανθράκων και καμένων σπόρων συνιστούν ευρήματα οικιακού και οικοτεχνικού χαρακτήρα (εικ. 13α-β, 16). Η ίδρυση υστερότερου πρόχειρου τοίχου και η μερική διάλυση των Εξεδρών 4 και 5 από τη θάλασσα δεν επέτρεψαν την πλήρη κατανόηση της κατασκευής, ωστόσο αυτή είναι αρχιτεκτονικά και κεραμικά σύγχρονη των παρακείμενων εγχυτρισμών .
Οικοτεχνικές δραστηριότητες θα μπορούσαν να λαμβάνουν χώρα και στο νότιο μισό της μεγάλης Εξέδρας Π2, στο δυτικό επίμηκες σκέλος της οποίας ανοιγόταν είσοδος κατώφλι και κτιστή παραστάδα (εικ. 18), ενισχύοντας το ενδεχόμενο τα μυστηριώδη αυτά κτήρια να συνδύαζαν τον χαρακτήρα του ταφικού μνημείου και του λειτουργικού οίκου.
Η αναγνώριση λαξευμένων στον βράχο επάλληλων «δρόμων» που εκκινούν από στιβαρή παράκτια κατασκευή (μώλο) για την προσέγγιση μικρών σκαφών και απολήγουν ανωφερώς σε δύο κοντινούς προβόλους στο Μεγάλο Ανάλημμα, που προφανώς λειτουργούσαν ως είσοδοι προς την ακρόπολη, δείχνουν ότι η βόρεια ακτή υπήρξε πεδίο πολλαπλών δραστηριοτήτων για την προϊστορική κοινότητα (εικ. 9, 11).
Ασαφής υπήρξε η εικόνα της ογκολιθικής Ορθογώνιας Κατασκευής / Εξέδρας Π7, στην Ανατολική ακτή του ακρωτηρίου, που εφάπτεται του εσωτερικού (νότιου) μετώπου του Μεγάλου Αναλήμματος και η ανασκαφή της οποίας απέφερε σημαντικά ευρήματα σε καθαρούς ορίζοντες της Τελικής Νεολιθικής / Πρωτοχαλκής Ι, επίσης. Χωρίς λείψανα εγχυτρισμών, η ισχυρά κατωφερής Π7 αποτελείται από δύο χώρους και καταλήγει στη θάλασσα ως λαξευτή στον βράχο βραχεία αποβάθρα (εικ. 21). Ίσως εδώ ανασύρονταν πλοιάρια και ο υπερκείμενος χώρος ήταν οικιακός, όπως δείχνουν λίθινα πώματα, τριβεία και άλλα εργαλεία, στοιχεία πυράς και διατροφικά κατάλοιπα. Ωστόσο, πέντε εν σειρά τοξοειδείς κατασκευές, μερικά ξεχωριστά ευρήματα (μαρμάρινο περίαπτο, η μολύβδινη χάντρα της εικ. 12γ, πήλινο σφονδύλι, τέχνεργα από οψιανό κλπ) και η ύπαρξη βραχογραφημένων κοιλοτήτων (κοτυλών) τεκμηριώνουν και εδώ ένα ανάλογα σύνθετο σύνολο ασκούμενων δραστηριοτήτων .
Το ερώτημα που επιτείνει η αμφίσημη ερμηνεία των ογκολιθικών Π-σχημων κατασκευών του Βαθιού, είτε αυτές δέχτηκαν βρεφικούς εγχυτρισμούς, είτε φιλοξένησαν δράσεις μεταποίησης-κατανάλωσης τροφής και άλλες, είναι εάν τα εν λόγω κτήρια της ακτής ήταν σπίτια. Το ακόμα πιο ουσιαστικό ζητούμενο, ωστόσο, αφορά το εσωτερικό της ακρόπολης, όπου θα περίμενε κανείς να ταυτισθούν αρχιτεκτονικά λείψανα του οικισμού που το δίκτυο περιβόλων, αναλημματικών δακτυλίων και πυλών δείχνει να οριοθετεί. Όσο λείψανα οικιών δεν βρίσκονται στις ανασκαφικές τομές και όσο η «intra muros» ζώνη αποκαλύπτει μόνο υπαίθριες βραχογραφημένες νησίδες ή τον φυσικό βράχο να έχει δεχθεί εγχυτρικές ταφές βρεφών, το Βαθύ θα παραμένει μια θέση σπουδαίων ευρημάτων μεν, αλλά και πεδίο ανοικτών ερωτημάτων για την έρευνα.
Ίσως οι βραχογραφίες που θα εξεταστούν αμέσως μετά βοηθήσουν στην αναδιατύπωση των ερωτημάτων και στην ασφαλέστερη προσέγγιση των παραμέτρων που θα οδηγήσουν στις απαντήσεις τους.
Οι προϊστορικές βραχογραφίες
Επίλογος
H διεπιστημονική έρευνα στο Βαθύ Αστυπάλαιας συμπληρώνει σε λίγο την πρώτη της δεκαετία. Στο σύντομο αυτό χρονικό προσπαθήσαμε να δείξουμε τους στόχους, τη θεματολογία και τον τρόπο προσέγγισης ενός τόπου διαχρονικής κατοίκησης, όπου για έξι χιλιετίες το προνομιακό φυσικό περιβάλλον του κόλπου συνδυάστηκε παραγωγικά και ισόρροπα με τις ανθρώπινες κοινότητες που εγκαταστάθηκαν στις ακτές του.
Βιβλιογραφία